- νυμφοτροφοῦμεν
- νυμφοτροφέωbring up for marriagepres ind act 1st pl (attic epic doric)νυμφοτροφέωbring up for marriageimperf ind act 1st pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυμφοτροφώ — νυμφοτροφῶ, έω (Α) ανατρέφω τη θυγατέρα για γάμο («νυμφοτροφοῡμεν τὰς θυγατέρας», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + τροφῶ (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. τεκνο τροφώ] … Dictionary of Greek